- περιεσταλμένως
- περιεσταλμένωςcouertlyindeclform (adverb)περϊεσταλμένως , περιστέλλωdressperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιεσταλμένως — Α επίρρ. 1. κρυφά, μυστικά 2. με επιφύλαξη, με συστολή 3. με κομψό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσταλμένος τού περιστέλλω] … Dictionary of Greek